- μηχανορράφῳ
- μηχανορράφοςforming crafty plansmasc/fem/neut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μηχανορραφώ — βλ. πίν. 73 (κυρίως στον ενεστ. και παρατατ.) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
μηχανορραφώ — (Α μηχανορραφῶ, έω) [μηχανορράφος] εφευρίσκω δόλια και απατηλά μέσα για να επιτύχω ατομικό όφελος, είμαι μηχανορράφος, σχεδιάζω πανουργίες, ραδιουργώ, δολοπλοκώ, βυσσοδομώ, σκευωρώ … Dictionary of Greek
μηχανορραφώ — μηχανορράφησα, δημιουργώ σκευωρίες, δολοπλοκίες: Οι αντίπαλοι του βουλευτή μηχανορραφούσαν εναντίον του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μηχανορραφῶ — μηχανορραφέω form crafty plans pres subj act 1st sg (attic epic doric) μηχανορραφέω form crafty plans pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκευωρώ — σκευωρῶ, έω, ΝΜΑ, και κυρίως το παθ. σκευωροῡμαι, έομαι, και σκαιωρῶ, έω και σκαιωροῡμαι, έομαι, Α σχεδιάζω κάτι κακό εναντίον κάποιου με ύπουλο και κρυφό τρόπο, μηχανορραφώ, μόνος μου ή με τη σύμπραξη πολλών («οι πολιτικοί του αντίπαλοι… … Dictionary of Greek
συνυφαίνω — ΝΜΑ παρεμβάλλω κάτι κατά την κανονική ύφανση, ενυφαίνω («πέπλος συνυφασμένος με νήματα χρυσού») νεοελλ. 1. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) συνυφασμένος, η, ο μτφ. στενά συνδεδεμένος, συναρμοσμένος, απόλυτα εξαρτημένος από κάποιον άλλο 2. φρ.… … Dictionary of Greek
βυσσοδομώ — (Μ βυσσοδομῶ, έω) σκέπτομαι κάτι στο βάθος της ψυχής μου εναντίον κάποιου χωρίς να γίνομαι αντιληπτός (πάντοτε με κακή σημασία) νεοελλ. μηχανορραφώ, σκευωρώ εναντίον κάποιου. [ΕΤΥΜΟΛ. < βυσσός + δομώ < δέμω «οικοδομώ, χτίζω»] … Dictionary of Greek
γαϊτάνι — Μεγάλος πεδινός οικισμός (υψόμ. 20 μ., 1.411 κάτ.) της Ζακύνθου. Βρίσκεται κοντά στην πρωτεύουσα του νομού, της οποίας αποτελεί και προάστιο. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ζακυνθίων του νομού Ζακύνθου. * * * το (Μ γαϊτάνιν) 1. λεπτό, μεταξωτό,… … Dictionary of Greek
εαυτού — ής, oύ (AM ἑαυτοῡ, ῆς, οῡ Α και αὑτοῡ, ῆς, οῡ) αυτοπαθής αντωνυμία γ προσώπου (α. «ἔρριπτον εἰς ὕδωρ σφᾱς αὐτούς» έπεφταν στο νερό β. «αὐτὸ ἐφ ἑαυτό» μόνο του, άσχετα από άλλα γ. «αὐτὸ καθ ἑαυτό» αυτό εξεταζόμενο μόνο του αποκλειστικά) αρχ. 1.… … Dictionary of Greek
εγκεράννυμι — ἐγκεράννυμι και ἐγκεραννύω (Α) 1. (για κρασί) ανακατώνω με νερό 2. ανακατώνω 3. μηχανορραφώ, δολοπλοκώ, σκαρώνω … Dictionary of Greek